- στεπτήριος
- -ον, Α1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στέψη2. αυτός που αρμόζει σε στέψη3. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Στεπτήριονγιορτή την οποία τελούσαν κάθε εννέα χρόνια σε ανάμνηση τής επανόδου τού Απόλλωνος από την κοιλάδα τών Τεμπών, όπου είχε καταφύγει για να εξαγνιστεί μετά από τον φόνο τού Πύθωνος4. (κατά τον Ησύχ.) «στεπτήριαστέμματα ἃ οἱ ἱκέται ἐκ τῶν κλαδίων ἐξῆπτον».[ΕΤΥΜΟΛ. < στέφω + επίθημα -τήριος (πρβλ. θρεπ-τήριος)].
Dictionary of Greek. 2013.